ντραμς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ντραμς < (άμεσο δάνειο) αγγλική drums, πληθυντικός αριθμός του drum < drumslade < μέση ολλανδική trommelslach < trommel + slach
Ουσιαστικό
επεξεργασίαντραμς ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό, άκλιτο
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | ντραμς | ||
γενική | των | ντραμς | ||
αιτιατική | τα | ντραμς | ||
κλητική | ντραμς | |||
ΑΚΛΙΤΟ | ||||
όπως «άκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
(σπάνια θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό άκλιτο
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | ντραμς | ||
γενική | των | ντραμς | ||
αιτιατική | τις | ντραμς | ||
κλητική | ντραμς | |||
ΑΚΛΙΤΟ | ||||
όπως «άκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
[1])
- (μουσικό όργανο) σύνολο κρουστών μουσικών οργάνων που παίζονται από έναν μουσικό κυρίως σε συγκροτήματα τζαζ και ροκ
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ντραμς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας