Ντραμς

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ντραμς < (άμεσο δάνειο) αγγλική drums, πληθυντικός αριθμός του drum < drumslade < μέση ολλανδική trommelslach < trommel + slach

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ντραμς ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό, άκλιτο

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα ντραμς 
      γενική των ντραμς 
    αιτιατική τα ντραμς 
     κλητική ντραμς 
ΑΚΛΙΤΟ
όπως «άκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

(σπάνια θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό άκλιτο

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι ντραμς 
      γενική των ντραμς 
    αιτιατική τις ντραμς 
     κλητική ντραμς 
ΑΚΛΙΤΟ
όπως «άκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

[1])

  • (μουσικό όργανο) σύνολο κρουστών μουσικών οργάνων που παίζονται από έναν μουσικό κυρίως σε συγκροτήματα τζαζ και ροκ

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία