Δαουλτζής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Δαουλτζής < επάγγελμα μουσικού νταουλτζής, προέλευσης από την οθωμανική τουρκική ;, στην τουρκική γλώσσα davulcı, με ορθογραφικό εξελληνισμό/«διόρθωση» [d] > [ð].
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðda.ulˈd͡zis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δα‐ουλ‐τζής
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΔαουλτζής αρσενικό (θηλυκό Δαουλτζή)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε Νταουλτζής και νταούλι