ταμπουράς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαταμπουράς αρσενικό
- (μουσικό όργανο) επτάχορδο ανατολίτικο μουσικό όργανο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- ταμπουράς στη Βικιπαίδεια