Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σάζι τα σάζια
      γενική του σαζιού των σαζιών
    αιτιατική το σάζι τα σάζια
     κλητική σάζι σάζια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Σάζια

  Ετυμολογία επεξεργασία

σάζι < (άμεσο δάνειο) τουρκική saz < περσική ساز (sâz)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σάζι ουδέτερο

  • (μουσικό όργανο) εφτάχορδο μουσικό όργανο διαφόρων χωρών της ανατολικής Μεσογείου, με αχλαδόσχημο ηχείο και λεπτό μακρύ χέρι

  Μεταφράσεις επεξεργασία