Ετυμολογία

επεξεργασία
ταμπουρώνω < ταμπούρ(ι) + -ώνω

ταμπουρώνω (παθητική φωνή: ταμπουρώνομαι)

  1. (λαϊκότροπο) φτιάχνω ταμπούρια, προκειμένου ν’ αποκρούω εχθρικές επιθέσεις
     συνώνυμα: οχυρώνω
  2. παθητική φωνή: ταμπουρώνομαι
    1. (μεταφορικά) κρύβομαι πίσω από κάτι, αποφεύγω μια κατάσταση, προφυλάσσομαι
    2. (μεταφορικά) απομονώνομαι

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία