Δείτε επίσης: αλαμάνα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Αλαμάνα οι Αλαμάνες
      γενική της Αλαμάνας των (Αλαμανών)
    αιτιατική την Αλαμάνα τις Αλαμάνες
     κλητική Αλαμάνα Αλαμάνες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Αλαμάνα θηλυκό

  1. (παρωχημένο) ποταμός της Ελλάδας, ο Σπερχειός
  2. η περιοχή γύρω από γέφυρα του ποταμού κοντά στις Θερμοπύλες, όπου έγινε η Μάχη της Αλαμάνας

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)