Αλαμανιώτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.la.maˈɲo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐λα‐μα‐νιώ‐της
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Αλαμανιώτης αρσενικό (θηλυκό Αλαμανιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από την περιοχή της Αλαμάνας ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά επεξεργασία
- Αλαμάνα
- Αλαμανιώτης (επώνυμο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αλαμανιώτης
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Αλαμανιώτης | οι | Αλαμανιώτηδες |
γενική | του | Αλαμανιώτη* | των | Αλαμανιώτηδων |
αιτιατική | τον | Αλαμανιώτη | τους | Αλαμανιώτηδες |
κλητική | Αλαμανιώτη | Αλαμανιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Αλαμανιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Αλαμανιώτης < πατριδωνυμικό Αλαμανιώτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Αλαμανιώτης αρσενικό (θηλυκό Αλαμανιώτη ή Αλαμανιώτου)