Αλαμάνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.laˈma.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐λα‐μά‐νος
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- Αλαμάνος (ιδιωματικό) < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή Ἀλαμανοί (όψιμη) εθνωνύμιο στον πληθυντικό (Αλαμανοί), με αλλαγή στον ενικό, μετακίνηση τόνου[1] και νέα μεταφορική σημασία. Συγκρίνετε με το εθνωνύμιο Αλαμανός στην κοινή νεοελληνική.
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑλαμάνος αρσενικό (ιδιωματικό, Κρήτη, Πελοπόννησος και αλλού)
- στην κοινή νεοελληνική: αλλόθρησκος, άπιστος
- *για το παρωνύμιο → δείτε τη λέξη αλαμάνος) στην κοινή νεοελληνική: σκληρός, άγριος άνθρωπος
Συγγενικά
επεξεργασίαΕτυμολογία 2
επεξεργασία- Αλαμάνος < παρατσούκλι Αλαμάνος από εθνικό
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑλαμάνος αρσενικό (θηλυκό Αλαμάνου)
Μεταγραφές
επεξεργασίαΣυγκρίνετε με το Αλαμανός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Αλαμάνος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- Γεώργιος Κ. Γιαννάκης (επιμ.), Ο γλωσσικός χάρτης της Κεντρικής και Βόρειας Ελλάδας κατά την αρχαιότητα, Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2015. σελ. 202