Αλαμάνου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Αλαμάνου < γενική ενικού του αρσενικού Αλαμάνος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.laˈma.nu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐λα‐μά‐νου
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑλαμάνου θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΑλαμάνου αρσενικό