συμβολαιογράφος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- συμβολαιογράφος < ελληνιστική κοινή συμβολαιογράφος < αρχαία ελληνική συμβόλαι(ον) + -ο- + -λόγος
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
συμβολαιογράφος αρσενικό ή θηλυκό
- (νομική) επαγγελματίας με νομική κατάρτιση, ελεγχόμενος από το κράτος, που συντάσσει και διατηρεί στο αρχείο του συμβόλαια και άλλα (δημόσια) έγγραφα νομικής φύσης και εκτελεί κάποιες δικαστικές ενέργειες (π.χ. πλειστηριασμούς)
- ※ Τα «κοράκια» συμμετέχουν και αυτά στη διαδικασία. Καταθέτουν τις επιταγές τους στον συμβολαιογράφο που εκτελεί τη δημοπρασία και είτε αγοράζουν το ακίνητο για λογαριασμό τους ή για λογαριασμό πελατών τους είτε αποσύρονται από τον πλειστηριασμό, αφού πληρωθούν για αυτή την απόσυρσή τους. (* εφημερίδα Το Βήμα)
Επεξεργασία
- συμβολαιογραφείο
- συμβολαιογραφία
- συμβολαιογραφικά
- συμβολαιογραφικός
- → δείτε τις λέξεις συμβόλαιο, βάλλω και γράφω