συμβολαιογράφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συμβολαιογράφος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συμβολαιογράφος < αρχαία ελληνική συμβόλαι(ον) + -ο- + -γράφος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /siɱ.vo.le.oˈɣɾa.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συμ‐βο‐λαι‐ο‐γρά‐φος
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυμβολαιογράφος αρσενικό ή θηλυκό
- (νομικός όρος, επάγγελμα) επαγγελματίας με νομική κατάρτιση, ελεγχόμενος από το κράτος, που συντάσσει και διατηρεί στο αρχείο του συμβόλαια και άλλα (δημόσια) έγγραφα νομικής φύσης και εκτελεί κάποιες δικαστικές ενέργειες (π.χ. πλειστηριασμούς)
- ※ Τα «κοράκια» συμμετέχουν και αυτά στη διαδικασία. Καταθέτουν τις επιταγές τους στον συμβολαιογράφο που εκτελεί τη δημοπρασία και είτε αγοράζουν το ακίνητο για λογαριασμό τους ή για λογαριασμό πελατών τους είτε αποσύρονται από τον πλειστηριασμό, αφού πληρωθούν για αυτή την απόσυρσή τους. (* εφημερίδα Το Βήμα)
Συγγενικά
επεξεργασία- συμβολαιογραφείο
- συμβολαιογραφία
- συμβολαιογραφικά
- συμβολαιογραφικός
- συμβολαιογραφικώς
- συμβολαιογραφώ
- → δείτε τις λέξεις συμβόλαιο, βάλλω και γράφω
Μεταφράσεις
επεξεργασία συμβολαιογράφος
Πηγές
επεξεργασία- συμβολαιογράφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- συμβολαιογράφος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- συμβολαιογράφος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.