συμβολαιογραφικά
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | συμβολαιογραφικά | ||
γενική | των | συμβολαιογραφικών | ||
αιτιατική | τα | συμβολαιογραφικά | ||
κλητική | συμβολαιογραφικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- συμβολαιογραφικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου συμβολαιογραφικός (συμβολαιογραφικά έξοδα)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
συμβολαιογραφικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (νομικός όρος) τα έξοδα που βαρύνουν τους συμβαλλόμενους κατά τη σύναψη ενός συμβολαίου για την αμοιβή του συμβολαιογράφου
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
συμβολαιογραφικά
|
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
συμβολαιογραφικά
- από συμβολαιογραφική άποψη, κατά τρόπο που σχετίζεται με τη σύνταξη ενός συμβολαίου
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
συμβολαιογραφικά
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
συμβολαιογραφικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του συμβολαιογραφικό, ουδέτερο του συμβολαιογραφικός