συμβόλαιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | συμβόλαιον | τὰ | συμβόλαιᾰ |
γενική | τοῦ | συμβολαίου | τῶν | συμβολαίων |
δοτική | τῷ | συμβολαίῳ | τοῖς | συμβολαίοις |
αιτιατική | τὸ | συμβόλαιον | τὰ | συμβόλαιᾰ |
κλητική ὦ! | συμβόλαιον | συμβόλαιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συμβολαίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | συμβολαίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίασυμβόλαιον < θέμα συμβολ-, μεταπτωτική βαθμίδα του συμβάλλω. Μορφολογικά αναλύεται σε συμ- + βολ- (< βάλλω) + -αιον[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυμβόλαιον ουδέτερο
- σύμβολο
- γνώρισμα
- ενδεικτικό σύμπτωμα
- γνώρισμα
- δάνειο
- προφορική αναγνώριση οφειλής
- (νομικός όρος) έγγραφη αναγνώριση οφειλής
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Δημοσθένης, 34. Πρὸς Φορμίωνα περὶ δανείου 14.5-6 έκδοση Dindorff, 907
- καὶ συμβόλαια πολλοῖς συμβάλλοντες οὐδεμίαν πώποτε δίκην πρὸς ὑμᾶς εἰσήλθομεν
- αν και σε πολλούς δανείζουμε χρήματα με γραπτές συμφωνίες (συμβόλαια), ποτέ μέχρι τώρα δεν φτάσαμε σε δίκη [1]
- καὶ συμβόλαια πολλοῖς συμβάλλοντες οὐδεμίαν πώποτε δίκην πρὸς ὑμᾶς εἰσήλθομεν
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: συμβόλαιο
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Δημοσθένης, 34. Πρὸς Φορμίωνα περὶ δανείου 14.5-6 έκδοση Dindorff, 907
- δοσοληψία, εμπορική συναλλαγή
- κοινωνικό ή πολιτικό δικαίωμα ή υποχρέωση
Παράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 συμβόλαιο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- συμβόλαιον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- συμβόλαιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.