συμβολαιογραφείο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συμβολαιογραφείο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα συμβολαιογραφεῖον < συμβολαιογράφ(ος) + -εῖον > -είο
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /siɱ.vo.le.o.ɣɾaˈfi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συμ‐βο‐λαι‐ο‐γρα‐φεί‐ο
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυμβολαιογραφείο ουδέτερο
- το γραφείο ενός συμβολαιογράφου
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις συμβολαιογράφος, συμβόλαιο, βάλλω, γραφείο και γράφω