συμβολαιογραφώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συμβολαιογραφώ < συμβολαιογράφος + -ώ
Ρήμα
επεξεργασίασυμβολαιογραφώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συμβολαιογραφώ | συμβολαιογραφούσα | θα συμβολαιογραφώ | να συμβολαιογραφώ | συμβολαιογραφώντας | |
β' ενικ. | συμβολαιογραφείς | συμβολαιογραφούσες | θα συμβολαιογραφείς | να συμβολαιογραφείς | (συμβολαιογράφει) | |
γ' ενικ. | συμβολαιογραφεί | συμβολαιογραφούσε | θα συμβολαιογραφεί | να συμβολαιογραφεί | ||
α' πληθ. | συμβολαιογραφούμε | συμβολαιογραφούσαμε | θα συμβολαιογραφούμε | να συμβολαιογραφούμε | ||
β' πληθ. | συμβολαιογραφείτε | συμβολαιογραφούσατε | θα συμβολαιογραφείτε | να συμβολαιογραφείτε | συμβολαιογραφείτε | |
γ' πληθ. | συμβολαιογραφούν(ε) | συμβολαιογραφούσαν(ε) | θα συμβολαιογραφούν(ε) | να συμβολαιογραφούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συμβολαιογράφησα | θα συμβολαιογραφήσω | να συμβολαιογραφήσω | συμβολαιογραφήσει | ||
β' ενικ. | συμβολαιογράφησες | θα συμβολαιογραφήσεις | να συμβολαιογραφήσεις | συμβολαιογράφησε | ||
γ' ενικ. | συμβολαιογράφησε | θα συμβολαιογραφήσει | να συμβολαιογραφήσει | |||
α' πληθ. | συμβολαιογραφήσαμε | θα συμβολαιογραφήσουμε | να συμβολαιογραφήσουμε | |||
β' πληθ. | συμβολαιογραφήσατε | θα συμβολαιογραφήσετε | να συμβολαιογραφήσετε | συμβολαιογραφήστε | ||
γ' πληθ. | συμβολαιογράφησαν συμβολαιογραφήσαν(ε) |
θα συμβολαιογραφήσουν(ε) | να συμβολαιογραφήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συμβολαιογραφήσει | είχα συμβολαιογραφήσει | θα έχω συμβολαιογραφήσει | να έχω συμβολαιογραφήσει | ||
β' ενικ. | έχεις συμβολαιογραφήσει | είχες συμβολαιογραφήσει | θα έχεις συμβολαιογραφήσει | να έχεις συμβολαιογραφήσει | ||
γ' ενικ. | έχει συμβολαιογραφήσει | είχε συμβολαιογραφήσει | θα έχει συμβολαιογραφήσει | να έχει συμβολαιογραφήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε συμβολαιογραφήσει | είχαμε συμβολαιογραφήσει | θα έχουμε συμβολαιογραφήσει | να έχουμε συμβολαιογραφήσει | ||
β' πληθ. | έχετε συμβολαιογραφήσει | είχατε συμβολαιογραφήσει | θα έχετε συμβολαιογραφήσει | να έχετε συμβολαιογραφήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν συμβολαιογραφήσει | είχαν συμβολαιογραφήσει | θα έχουν συμβολαιογραφήσει | να έχουν συμβολαιογραφήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία συμβολαιογραφώ
|