γέρικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | γέρικος | η | γέρικη | το | γέρικο |
γενική | του | γέρικου | της | γέρικης | του | γέρικου |
αιτιατική | τον | γέρικο | τη | γέρικη | το | γέρικο |
κλητική | γέρικε | γέρικη | γέρικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | γέρικοι | οι | γέρικες | τα | γέρικα |
γενική | των | γέρικων | των | γέρικων | των | γέρικων |
αιτιατική | τους | γέρικους | τις | γέρικες | τα | γέρικα |
κλητική | γέρικοι | γέρικες | γέρικα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγέρικος, -η, -ο
- που ανήκει ή αναφέρεται σε έναν ηλικιωμένο · που έχει πια γεράσει
- Είπε, κι' ο νους του σάστισε του γέρου απ' την τρομάρα, κι' όρθιες στο γέρικο κορμί τ' ασκώθηκαν οι τρίχες (Αλ. Πάλλη, Μετάφραση της Ιλιάδας, Ω 358-359)
- που είναι μεγάλης ηλικίας (για ζώα)
- ένα γέρικο σκυλί
- (μεταφορικά) παλιός και με όσα προβλήματα συνεπάγεται αυτό
- ένα γέρικο αυτοκίνητο
Μεταφράσεις
επεξεργασία γέρικος
|