malnova
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | malnova | malnovaj |
αιτιατική | malnovan | malnovajn |
malnova (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | malnova | malnovaj |
αιτιατική | malnovan | malnovajn |
malnova (eo)