↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βασιλίσκος οι βασιλίσκοι
      γενική του βασιλίσκου των βασιλίσκων
    αιτιατική τον βασιλίσκο τους βασιλίσκους
     κλητική βασιλίσκε βασιλίσκοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Bασιλίσκος από την Κόστα Ρίκα.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βασιλίσκος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βασιλίσκος, Μορφολογικά αναλύεται σε βασιλεύς + υποκοριστικό επίθημα -ίσκος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βασιλίσκος αρσενικό

  1. υποτιμητικός χαρακτηρισμός για έναν ασήμαντο βασιλιά
  2. μυθικό τέρας που συμβολίζει το κακό
  3. (ερπετό) της Νότιας Αμερικής με χαρακτηριστικό λοφίο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. βασιλίσκοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βασιλίσκος οἱ βασιλίσκοι
      γενική τοῦ βασιλίσκου τῶν βασιλίσκων
      δοτική τῷ βασιλίσκ τοῖς βασιλίσκοις
    αιτιατική τὸν βασιλίσκον τοὺς βασιλίσκους
     κλητική ! βασιλίσκε βασιλίσκοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βασιλίσκω
γεν-δοτ τοῖν  βασιλίσκοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βασιλίσκος < βασιλεύς + υποκοριστικό επίθημα -ίσκος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βασιλίσκος αρσενικό

  1. αρχηγός, πρίγκιπας
  2. είδος φιδιού
    ※  2ος/3ος αιώνας κε Ωριγένης, Fragmenta In Jeremiam (In Catenis) (25), @scaife.perseus
    καὶ ὄφεις γὰρ ἰοβόλους εἰ κατακλείσεις, ὑπὸ τῶν δυνατωτέρων οἱ ἀσθενεῖς ὑπὸ λιμοῦ κατεσθίονται, ἕως οὗ ὁ πάντων ἰσχυρότατος πληρωθεὶς ὑπὸ τῶν ὄφεων οὓς κατεδήδοκεν, ὁ καλούμενος γένηται βασιλίσκος, ἰὸν ἔχων ἐκ μόνης θέας καρποφόρον δένδρον ξηραίνοντα.
  3. (πτηνό) τρωγλοδύτης, τρυποφράχτης
  4. ψάρι της θάλασσας
  5. είδος παπουτσιού
  6. αστέρι, που ανήκει στον αστερισμό του Λέοντα
  7. είδος αρωματικού φυτού