σφαιρικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σφαιρικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σφαιρικός < σφαῖρ(α) + -ικός
- για τη σφαιρική γεωμετρία < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική sphérique < υστερολατινική sphaericus < ελληνιστική κοινή σφαιρικός
- για τη σφαιρική αντίληψη θεμάτων < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική global [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /sfe.ɾiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σφαι‐ρι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
σφαιρικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με σφαίρα ή που έχει παρόμοιο σχήμα
- ↪ σφαιρική γεωμετρία
- ↪ σφαιρικός φακός
- από όλες τις πλευρές ή όλες τις απόψεις, ολικός
- ↪ σφαιρική αντίληψη του ζητήματος
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη σφαίρα
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σφαιρικός < αρχαία ελληνική σφαῖρ(α) + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
σφαιρικός, -ή, -όν (ελληνιστική κοινή)
- στρογγυλός, που έχει σχήμα σφαίρας
- που έχει σχέση με τη σφαίρα
- που έχει σχέση με τα ουράνια σώματα
Παράγωγα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη σφαῖρα
Πηγές επεξεργασία
- σφαιρικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σφαιρικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ σφαιρικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας