Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παραμύθι τα παραμύθια
      γενική του παραμυθιού των παραμυθιών
    αιτιατική το παραμύθι τα παραμύθια
     κλητική παραμύθι παραμύθια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραμύθι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική παραμύθι(ον), παρα- + μῦθ(ος) + -ιον[1] ή < αρχαία ελληνική παραμύθιον (παρηγορία) [2]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.ɾaˈmi.θi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ρα‐μύ‐θι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παραμύθι ουδέτερο

  1. σύντομη αλληγορική φανταστική ιστορία, συνήθως για παιδιά
    Στα παιδιά αρέσει να τους λένε ένα παραμύθι, πριν αποκοιμηθούν.
  2. (συνεκδοχικά) ψέμα

Εκφράσεις επεξεργασία

  • παραμύθιΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. παραμύθι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παραμύθι ουδέτερο