παραμυθένιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | παραμυθένιος | η | παραμυθένια | το | παραμυθένιο |
γενική | του | παραμυθένιου | της | παραμυθένιας | του | παραμυθένιου |
αιτιατική | τον | παραμυθένιο | την | παραμυθένια | το | παραμυθένιο |
κλητική | παραμυθένιε | παραμυθένια | παραμυθένιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | παραμυθένιοι | οι | παραμυθένιες | τα | παραμυθένια |
γενική | των | παραμυθένιων | των | παραμυθένιων | των | παραμυθένιων |
αιτιατική | τους | παραμυθένιους | τις | παραμυθένιες | τα | παραμυθένια |
κλητική | παραμυθένιοι | παραμυθένιες | παραμυθένια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραμυθένιος, -α, -ο
- που συναντιέται στα παραμύθια
- (μεταφορικά) τόσο ευχάριστος που συναντιέται μόνο στα όνειρα
Συγγενικά
επεξεργασία- παραμυθένια
- → δείτε τη λέξη παραμύθι