Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραμυθιάζω < παραμύθι + -ιάζω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.ɾa.miˈθça.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ρα‐μυ‐θιά‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

παραμυθιάζω (παθητική φωνή: παραμυθιάζομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία