παραμυθόδραμα
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- παραμυθόδραμα < παραμύθι + -ό- + δράμα, μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Märchenspiel
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
παραμυθόδραμα αρσενικό
- (λογοτεχνία) είδος διηγήματος
- (θέατρο) είδος θεατρικού έργου
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
παραμυθόδραμα
|