παραμυθητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παραμυθητικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παραμυθητικός < παραμυθ(ία) (παρά + μῦθος) παραμυθη- (παραμυθέομαι) + -τικός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.ɾa.mi.θi.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐μυ‐θη‐τι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαπαραμυθητικός
- παρηγορητικός, συμπονετικός
- ※ Ως ξεχωριστό είδος, ο παραμυθητικός λόγος είχε μακρά ιστορία στην αρχαιοελληνική γραμματεία, πέρασε δε, όπως πολλά άλλα, και στη λατινική [...] απόπειρες των Ελλήνων για τον κατευνασμό της λύπης με ανθρώπινα μέσα [...] πάσχισαν να καταπολεμήσουν τη λύπη τού ανθρώπου με τη βοήθεια του λόγου, που σήμαινε για τον αρχαίο μαζί: λέξη και λογική.
- Μπουκάλας, Παντελής, άρθρο "Αρχαιοελληνικός και πατερικός παραμυθητικός λόγος", εφημερίδα Καθημερινή, 2015.11.08.
- ο Παραμυθητικὸς πρὸς τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα ήταν μια παρηγορητική επιστολή του Πλουτάρχου προς τη γυναίκα του, για το θάνατο της κορούλας τους
- ※ Ως ξεχωριστό είδος, ο παραμυθητικός λόγος είχε μακρά ιστορία στην αρχαιοελληνική γραμματεία, πέρασε δε, όπως πολλά άλλα, και στη λατινική [...] απόπειρες των Ελλήνων για τον κατευνασμό της λύπης με ανθρώπινα μέσα [...] πάσχισαν να καταπολεμήσουν τη λύπη τού ανθρώπου με τη βοήθεια του λόγου, που σήμαινε για τον αρχαίο μαζί: λέξη και λογική.
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία παραμυθητικός
|