παραμυθέομαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαπαραμυθέομαι/παραμυθοῦμαι (ῡ) (αποθετικό ρήμα)
- παρηγορώ κάποιον, καθησυχάζω
- ενθαρρύνω
Συγγενικά
επεξεργασία- παραμύθημα
- παραμυθητής
- παραμυθητικός
- παραμυθητός
- παραμυθία
- παραμυθιακός
- προπαραμυθέομαι
- προσπαραμυθέομαι
→ και δείτε τη λέξη μῦθος
Κλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- παραμυθέομαι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παραμυθέομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.