παρηγορητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παρηγορητικός < ελληνιστική κοινή παρηγορητικός < αρχαία ελληνική παρηγορέω
Επίθετο
επεξεργασίαπαρηγορητικός
- που έχει σχέση με παρηγόρηση ή παρηγοριά, συντελεί ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασία- παρηγορητικά
- → δείτε τη λέξη παρηγορώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία παρηγορητικός