consolateur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
consolateur | consolateurs |
consolateur (fr) αρσενικό
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | consolateur | consolateurs |
θηλυκό | consolatrice | consolatrices |
consolateur (fr)