παρηγορητής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- παρηγορητής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαρηγορητής αρσενικό (θηλυκό: παρηγορήτρια, παρηγορήτρα)
- αυτός που παρηγορεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία παρηγορητής
παρηγορητής αρσενικό (θηλυκό: παρηγορήτρια, παρηγορήτρα)