παρηγορήτρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παρηγορήτρα | οι | παρηγορήτρες |
γενική | της | παρηγορήτρας | — | |
αιτιατική | την | παρηγορήτρα | τις | παρηγορήτρες |
κλητική | παρηγορήτρα | παρηγορήτρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παρηγορήτρα < παρηγορητής + κατάληξη θηλυκού -τρα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαρηγορήτρα θηλυκό
- → δείτε τη λέξη παρηγορητής
Μεταφράσεις
επεξεργασία παρηγορήτρα
|