απαράμιλλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απαράμιλλος < μεσαιωνική ελληνική ἀπαράμιλλος < αρχαία ελληνική ἀ- + αρχαία ελληνική παράμιλλος < παρά + ἅμιλλα
Επίθετο επεξεργασία
απαράμιλλος
- εξαιρετικός, ασύγκριτος, που ξεπερνάει κάθε τι ανάλογο σε μέγεθος ή μεγαλείο ή ομορφιά κ.λπ.
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
απαράμιλλος
|