Δείτε επίσης: παντοπόρος
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ποντοπόρος η ποντοπόρα
& ποντοπόρος
το ποντοπόρο
      γενική του ποντοπόρου της ποντοπόρας
& ποντοπόρου
του ποντοπόρου
    αιτιατική τον ποντοπόρο την ποντοπόρα
& ποντοπόρο
το ποντοπόρο
     κλητική ποντοπόρε ποντοπόρα
& ποντοπόρε
ποντοπόρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ποντοπόροι οι ποντοπόρες
& ποντοπόροι
τα ποντοπόρα
      γενική των ποντοπόρων των ποντοπόρων των ποντοπόρων
    αιτιατική τους ποντοπόρους τις ποντοπόρες
& ποντοπόρους
τα ποντοπόρα
     κλητική ποντοπόροι ποντοπόρες
& ποντοπόροι
ποντοπόρα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «κερδοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

ποντοπόρος, -α/ος, -ο [2] [3]

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τις λέξεις πόντος, πορεύομαι και πόρος

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. ποντοπόρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. ποντοπόρος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. ποντοπόρος  Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)



 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ποντοπόρος τὸ ποντοπόρον
      γενική τοῦ/τῆς ποντοπόρου
επικός: ποντοπόροιο
τοῦ ποντοπόρου
επικός: ποντοπόροιο
      δοτική τῷ/τῇ ποντοπόρ τῷ ποντοπόρ
    αιτιατική τὸν/τὴν ποντοπόρον τὸ ποντοπόρον
     κλητική ! ποντοπόρε ποντοπόρον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ποντοπόροι τὰ ποντοπόρ
      γενική τῶν ποντοπόρων τῶν ποντοπόρων
      δοτική τοῖς/ταῖς ποντοπόροις
επικός: ποντοπόροισῐ(ν)
τοῖς ποντοπόροις
επικός: ποντοπόροισῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ποντοπόρους τὰ ποντοπόρ
     κλητική ! ποντοπόροι ποντοπόρ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ποντοπόρω τὼ ποντοπόρω
      γεν-δοτ τοῖν ποντοπόροιν τοῖν ποντοπόροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
ποντοπόρος < πόντ(ος) + -ο- + -πόρος

ποντοπόρος, -ος, -ον

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία