πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θαλασσοπόρος οι θαλασσοπόροι
      γενική του θαλασσοπόρου των θαλασσοπόρων
    αιτιατική τον θαλασσοπόρο τους θαλασσοπόρους
     κλητική θαλασσοπόρε θαλασσοπόροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

θαλασσοπόρος αρσενικό

  • ο ναυτικός που έχει κάνει μακρινά ταξίδια
      ...αλώβητος από την ασκήμια των γερατιών. Τέτοιος θάνατος δε λογάται θάνατος. Ο Μεγαλέξαντρος ζει. Ζει και βασιλεύει. Το βεβαιώνει ως τα σήμερα η Γοργόνα, η αδερφή του, κι αλίμονο στο θαλασσοπόρο που θα τολμήση να το αμφισβητήση. (Φιλολογική Κύπρος, 1973, σελ. 195) (Σημείωση Βικιλεξικού: στα ρήματα «θα τολμήση», «να το αμφισβητήση», χρησιμοποιείται το παλιότερο ήτα (-η) της υποτακτικής.)

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία