ποντοπορία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ποντοπορία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ποντοπορία θηλυκό
1. Πορεία στην ανοιχτή θάλασσα
Μεταφράσεις επεξεργασία
ποντοπορία
|
ποντοπορία θηλυκό
1. Πορεία στην ανοιχτή θάλασσα
|