↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ποντοπορία οι ποντοπορίες
      γενική της ποντοπορίας των ποντοποριών
    αιτιατική την ποντοπορία τις ποντοπορίες
     κλητική ποντοπορία ποντοπορίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ποντοπορία < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ποντοπορία θηλυκό

1. Πορεία στην ανοιχτή θάλασσα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία