↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πελελός η πελελή το πελελό
      γενική του πελελού της πελελής του πελελού
    αιτιατική τον πελελό την πελελή το πελελό
     κλητική πελελέ πελελή πελελό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πελελοί οι πελελές τα πελελά
      γενική των πελελών των πελελών των πελελών
    αιτιατική τους πελελούς τις πελελές τα πελελά
     κλητική πελελοί πελελές πελελά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πελελός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πελελός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pe.leˈlos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐λε‐λός

  Επίθετο

επεξεργασία

πελελός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία



  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
πελελός: αβέβαιης ετυμολογίας < πιθανόν αρχαία ελληνική μετοχή παρακειμένου (ἀπολωλός) του ρήματος ἀπόλλυμαι (χάνομαι)
Κατ' άλλη άποψη < προέλευσης από τη νεολατινική (αλλά η ισπανική pelele είναι άγνωστης ετυμολογίας) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίθετο

επεξεργασία

πελελός

  1. άμυαλος, επιπόλαιος
     συνώνυμα: πελλικός
  2. βλάκας
  3. παράλογος
  4. τρελός, παράφρονας
     συνώνυμα: πελλιασμένος, πελλικός
  5. τρελός από έρωτα
  6. τεμπέλης, ακαμάτης

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

πιθανόν:

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
πελελός < μπελελός με τροπή του τρόπου άρθρωσης [b] > [m], πιθανόν σλαβικής προέλευσης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πελελός αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία