πελελός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πελελός | η | πελελή | το | πελελό |
γενική | του | πελελού | της | πελελής | του | πελελού |
αιτιατική | τον | πελελό | την | πελελή | το | πελελό |
κλητική | πελελέ | πελελή | πελελό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πελελοί | οι | πελελές | τα | πελελά |
γενική | των | πελελών | των | πελελών | των | πελελών |
αιτιατική | τους | πελελούς | τις | πελελές | τα | πελελά |
κλητική | πελελοί | πελελές | πελελά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πελελός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πελελός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pe.leˈlos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐λε‐λός
Επίθετο επεξεργασία
πελελός, -ή, -ό
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- πελελός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πελελός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- πελελός: αβέβαιης ετυμολογίας < πιθανόν αρχαία ελληνική μετοχή παρακειμένου (ἀπολωλός) του ρήματος ἀπόλλυμαι (χάνομαι)
- Κατ' άλλη άποψη < προέλευσης από τη νεολατινική (αλλά η ισπανική pelele είναι άγνωστης ετυμολογίας) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο επεξεργασία
πελελός
Άλλες μορφές επεξεργασία
Παράγωγα επεξεργασία
- πελελά (επίρρημα)
- πελελάδα
- πελελαίνομαι
- πελέλακας (μεγεθυντικό)
- πελελαμένος
- πελελία, πελελιά
- πελλός & δείτε τα παράγωγα
Σύνθετα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
πιθανόν:
- πελλανίσκω & παράγωγα
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- πελελός < μπελελός με τροπή του τρόπου άρθρωσης [b] > [m], πιθανόν σλαβικής προέλευσης
Ουσιαστικό επεξεργασία
πελελός αρσενικό
- (φυτό) η δαιμοναριά / δαιμονιαρέα ή υοσκύαμος (Hyoscyamus niger)
Άλλες μορφές επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- σελ.321-323 Τόμος 15 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.