Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πελελάδα οι πελελάδες
      γενική της πελελάδας
    αιτιατική την πελελάδα τις πελελάδες
     κλητική πελελάδα πελελάδες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πελελάδα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πελελάδα < πελελ(ός) + -άδα[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pe.leˈla.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐λε‐λά‐δα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πελελάδα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πελελάδα < πελελ(ός) + -άδα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πελελάδα θηλυκό

  1. ανοησία, βλακεία
  2. ενέργεια με απερισκεψία
  3. τρέλα, παραφροσύνη, παραλογισμός

Κλιτικοί τύποι επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία