πελελάδες
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pe.leˈla.ðes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐λε‐λά‐δες
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαπελελάδες θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πελελάδα
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαπελελάδες θηλυκό
Εκφράσεις
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πελελάδα