Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κουζουλάδα οι κουζουλάδες
      γενική της κουζουλάδας των κουζουλάδων
    αιτιατική την κουζουλάδα τις κουζουλάδες
     κλητική κουζουλάδα κουζουλάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κουζουλάδα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κουζουλάδα < κουζουλ(ός) + -άδα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ku.zuˈla.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κου‐ζου‐λά‐δα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κουζουλάδα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κουζουλάδα < κουζουλ(ός) + -άδα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κουζουλάδα θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία