παράπληκτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παράπληκτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παράπληκτος (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική paraplégique) → δείτε τη λέξη παραπληγικός. Μορφολογικά αναλύεται ως παρά- + -πληκτος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /paˈɾa.pli.ktos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρά‐πλη‐κτος
Επίθετο
επεξεργασίαπαράπληκτος, -η, -ο
- (ιατρική) άλλη μορφή του παραπληγικός
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις παραπληγία, παρά και πλήττω
Μεταφράσεις
επεξεργασία παράπληκτος
|
Πηγές
επεξεργασία- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- «παραπληγικός, επίσης παράπληκτος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαράπληκτος, -ος, -ον
- που τον έχει χτυπήσει μανία
- άλλες μορφές: δωρικός τύπος : παράπλακτος
- (ιατρική) που είναι παραπληγικός
- ※ τοὺς δὲ παραπλήκτους γίνεσθαι τὰ δεξιὰ ἤ τὰ ἀριστερά (Ιπποκράτης Hp.Aër.10.)
- ≈ συνώνυμα: παραπληκτικός
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- παράπληκτος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παράπληκτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Με σημείωση: και μεσαιωνικό.