↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παραπληκτικός η παραπληκτική το παραπληκτικό
      γενική του παραπληκτικού της παραπληκτικής του παραπληκτικού
    αιτιατική τον παραπληκτικό την παραπληκτική το παραπληκτικό
     κλητική παραπληκτικέ παραπληκτική παραπληκτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παραπληκτικοί οι παραπληκτικές τα παραπληκτικά
      γενική των παραπληκτικών των παραπληκτικών των παραπληκτικών
    αιτιατική τους παραπληκτικούς τις παραπληκτικές τα παραπληκτικά
     κλητική παραπληκτικοί παραπληκτικές παραπληκτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παραπληκτικός < ελληνιστική κοινή παραπληγικός ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική paraplégique)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pa.ɾa.pli.ktiˈkos/

  Επίθετο

επεξεργασία

παραπληκτικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία