Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οικοσελίδα οι οικοσελίδες
      γενική της οικοσελίδας των οικοσελίδων
    αιτιατική την οικοσελίδα τις οικοσελίδες
     κλητική οικοσελίδα οικοσελίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οικοσελίδα < οικο- + σελίδα < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική homepage[1] (μαρτυρείται από το 1992)[2]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οικοσελίδα θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. οικοσελίδαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)