πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λούκι τα λούκια
      γενική του λουκιού των λουκιών
    αιτιατική το λούκι τα λούκια
     κλητική λούκι λούκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
σπασμένο λούκι

Ετυμολογία

επεξεργασία
λούκι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική اولق (oluk, υδρορροή) + (τουρκική oluk) με αποβολή του αρχικού φωνήεντος από συμπροφορά με το άρθρο και ανασυλλαβισμό: [to-olu > tolu > to-lu][1] < πρωτοτουρκική *oluk

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία