Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λούκι τα λούκια
      γενική του λουκιού των λουκιών
    αιτιατική το λούκι τα λούκια
     κλητική λούκι λούκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
σπασμένο λούκι

  Ετυμολογία επεξεργασία

λούκι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική اولق (oluk, υδρορροή) + (τουρκική oluk) με αποβολή του αρχικού φωνήεντος από συμπροφορά με το άρθρο και ανασυλλαβισμό: [to-olu > tolu > to-lu][1] < πρωτοτουρκική *oluk

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈlu.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λού‐κι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λούκι ουδέτερο

  1. αγωγός / σωλήνας συγκέντρωσης και απορροής ή αποχέτευσης των νερών της βροχής από τη στέγη ή άλλα σημεία
     συνώνυμα: υδρορροή
  2. (ενδυμασία) είδος πτύχωσης σε ρούχο (φούστες κ.λπ.)

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία