Δείτε επίσης: ἐντελής
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εντελής η εντελής το εντελές
      γενική του εντελούς* της εντελούς του εντελούς
    αιτιατική τον εντελή την εντελή το εντελές
     κλητική εντελή(ς) εντελής εντελές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εντελείς οι εντελείς τα εντελή
      γενική των εντελών των εντελών των εντελών
    αιτιατική τους εντελείς τις εντελείς τα εντελή
     κλητική εντελείς εντελείς εντελή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εντελής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐντελής < ἐν + τέλ(ος) + -ής

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /en.deˈlis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐ντε‐λής
παλιότερος συλλαβισμός: εν‐τε‐λής

  Επίθετο

επεξεργασία

εντελής, -ής, -ές , συγκριτικός: εντελέστερος, υπερθετικός:  εντελέστατος

  • (λόγιο) που έχει ολοκληρωθεί, έχει φτάσει στο τέλος του και είναι τέλειος, πλήρης
    ⮡  η θεραπεία της ασθένειάς σας είναι εντελής, δεν έχετε πλέον κανένα σύμπτωμα
    ⮡  εντελής καταστροφή
    ※  19ος αιώνας
    [...] καθ' ότι η επί τουρκικής εξουσίας διέπουσα την ακίνητον ιδιοκτησίαν αυθαιρεσία, η πολλαχού αβεβαιότης της ιδιοκτησίας, ή και η εντελής αυτής απαγόρευσις, αί καταδυναστεύσεις και οι βαρείς φόροι είχον αφαιρέσει από τους κατοίκους τον ζήλον εκείνον προς την εργασίαν [...]
    Μανούλας, A. (1867) Πολιτειογραφικαί πληροφορίαι περί Ελλάδος. Αθήναι, Εθνικόν Τυπογραφείον, 1867, σ. 43-44. Στο greek‑language.gr μεταγραφή σε μονοτονικό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη τέλος

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία