εντελής
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɛn.dɛˈlis/
- συλλαβισμός : ε‐ντε‐λής
- παλαιός συλλαβισμός : εν‐τε‐λής
ΕπίθετοΕπεξεργασία
εντελής, -ής, -ές , συγκριτικός : εντελέστερος, υπερθετικός : εντελέστατος
- (λόγιο) που έχει ολοκληρωθεί, έχει φτάσει στο τέλος του και είναι τέλειος, πλήρης
- ↪ η θεραπεία της ασθένειάς σας είναι εντελής, δεν έχετε πλέον κανένα σύμπτωμα
- ↪ εντελής καταστροφή
- ※ 19ος αιώνας
[...] καθ' ότι η επί τουρκικής εξουσίας διέπουσα την ακίνητον ιδιοκτησίαν αυθαιρεσία, η πολλαχού αβεβαιότης της ιδιοκτησίας, ή και η εντελής αυτής απαγόρευσις, αί καταδυναστεύσεις και οι βαρείς φόροι είχον αφαιρέσει από τους κατοίκους τον ζήλον εκείνον προς την εργασίαν [...]- Μανούλας, A. (1867) Πολιτειογραφικαί πληροφορίαι περί Ελλάδος. Αθήναι, Εθνικόν Τυπογραφείον, 1867, σ. 43-44. Στο greek‑language.gr μεταγραφή σε μονοτονικό
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη τέλος
ΣύνθεταΕπεξεργασία
- εντελέχεια (αριστοτελικός όρος)
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- ενδελεχής (διαφορετικού ετύμου)