εντελέχεια
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εντελέχεια | οι | εντελέχειες |
γενική | της | εντελέχειας | των | εντελεχειών |
αιτιατική | την | εντελέχεια | τις | εντελέχειες |
κλητική | εντελέχεια | εντελέχειες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εντελέχεια < αρχαία ελληνική ἐντελέχεια < ἐν + τέλος + ἔχω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεντελέχεια θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (φιλοσοφία) αριστοτελικός όρος που σχετίζεται με τη φυσική διαδικασία δημιουργίας κι εξέλιξης των όντων: ένα ον αποκτά εντελέχεια, όταν η άμορφη ύλη μεταβαίνει από την περιοχή της δυνατότητας-δυνητικότητας (όταν χαρακτηρίζεται δυνάμει ον, π.χ. ο ογκόλιθος του μαρμάρου που έχει τη δυνατότητα να γίνει άγαλμα, κίονας, πλάκα κ.λπ.) στην περιοχή της πραγματικότητας (οπότε χαρακτηρίζεται ενεργεία όν, π.χ. γίνεται άγαλμα, κίονας, πλάκα κ.λπ.), στην οποία εντάσσεται χάρη στη μορφή που απέκτησε από το δημιουργό της κι ολοκληρώνεται εκπληρώνοντας το τέλος, το σκοπό της ύπαρξής του, επιτυγχάνοντας την αυτοπραγμάτωσή του