Δείτε επίσης: εντελέχεια, ἐνδελέχεια, ενδελέχεια

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐντελέχεια < ἐν + τέλος + ἔχω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἐντελέχεια θηλυκό