ἐντελέχεια
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἐντελέχεια θηλυκό
- (φιλοσοφία) εντελέχεια
- Ἡ ψυχή ἐστιν ἐντελέχεια ἡ πρώτη σώματος φυσικοῦ δυνάμει ζωήν ἔχοντος (Αριστοτέλης)
Δείτε επίσης : εντελέχεια, ἐνδελέχεια, ενδελέχεια |
ἐντελέχεια θηλυκό