ἐντελής
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἐντελής | τὸ | ἐντελές | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ἐντελοῦς | τοῦ | ἐντελοῦς | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ἐντελεῖ | τῷ | ἐντελεῖ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἐντελῆ | τὸ | ἐντελές | ||
κλητική ὦ! | ἐντελές | ἐντελές | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἐντελεῖς | τὰ | ἐντελῆ | ||
γενική | τῶν | ἐντελῶν | τῶν | ἐντελῶν | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἐντελέσῐ(ν) | τοῖς | ἐντελέσῐ(ν) | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἐντελεῖς | τὰ | ἐντελῆ | ||
κλητική ὦ! | ἐντελεῖς | ἐντελῆ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐντελεῖ | τὼ | ἐντελεῖ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐντελοῖν | τοῖν | ἐντελοῖν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἐντελής, -ής, -ές , συγκριτικός : ἐντελέστερος, υπερθετικός : ἐντελέστατος
- τέλειος, πλήρης
- άθικτος, ακέραιος
- αμόλυντος
- (για στρατιώτες) σε καλή κατάσταση, αποτελεσματικός
- (για ανθρώπινη ηλικία) σε ώριμη ηλικία
Παράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ἐντέλεια
- ἐντελέω
- ἐντελέχεια (αριστοτελικός όρος)
- ἐντελεχής
- ὑπερεντελής
Δείτε επίσης
επεξεργασίαδιαφορετικού ετύμου:
Πηγές
επεξεργασία- ἐντελής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐντελής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.