ἐντέλεια
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἐντέλειᾰ | αἱ | ἐντέλειαι | ||||
γενική | τῆς | ἐντελείᾱς | τῶν | ἐντελειῶν | ||||
δοτική | τῇ | ἐντελείᾳ | ταῖς | ἐντελείαις | ||||
αιτιατική | τὴν | ἐντέλειᾰν | τὰς | ἐντελείᾱς | ||||
κλητική ὦ! | ἐντέλειᾰ | ἐντέλειαι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐντελείᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐντελείαιν | ||||||
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἐντέλεια (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἐντελ(ής) + -εια < → δείτε ἐν- + τέλ(ος)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἐντέλεια θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
επεξεργασία- ἐντέλεια - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.