↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δοκησίσοφος η δοκησίσοφη το δοκησίσοφο
      γενική του δοκησίσοφου της δοκησίσοφης του δοκησίσοφου
    αιτιατική τον δοκησίσοφο τη δοκησίσοφη το δοκησίσοφο
     κλητική δοκησίσοφε δοκησίσοφη δοκησίσοφο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δοκησίσοφοι οι δοκησίσοφες τα δοκησίσοφα
      γενική των δοκησίσοφων των δοκησίσοφων των δοκησίσοφων
    αιτιατική τους δοκησίσοφους τις δοκησίσοφες τα δοκησίσοφα
     κλητική δοκησίσοφοι δοκησίσοφες δοκησίσοφα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δοκησίσοφος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δοκησίσοφος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ðo.ciˈsi.so.fos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δο‐κη‐σί‐σο‐φος

  Επίθετο

επεξεργασία

δοκησίσοφος, -η, -ο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

και δείτε

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / δοκησίσοφος τὸ δοκησίσοφον
      γενική τοῦ/τῆς δοκησισόφου τοῦ δοκησισόφου
      δοτική τῷ/τῇ δοκησισόφ τῷ δοκησισόφ
    αιτιατική τὸν/τὴν δοκησίσοφον τὸ δοκησίσοφον
     κλητική ! δοκησίσοφε δοκησίσοφον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ δοκησίσοφοι τὰ δοκησίσοφ
      γενική τῶν δοκησισόφων τῶν δοκησισόφων
      δοτική τοῖς/ταῖς δοκησισόφοις τοῖς δοκησισόφοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς δοκησισόφους τὰ δοκησίσοφ
     κλητική ! δοκησίσοφοι δοκησίσοφ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ δοκησισόφω τὼ δοκησισόφω
      γεν-δοτ τοῖν δοκησισόφοιν τοῖν δοκησισόφοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δοκησίσοφος < δόκησι(ς) + σοφός < δοκέω / δοκῶ

  Επίθετο

επεξεργασία

δοκησίσοφος, -ος, -ον

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις δόκησις, δοκέω και σοφός