δοκησίσοφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δοκησίσοφος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δοκησίσοφος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðo.ciˈsi.so.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δο‐κη‐σί‐σο‐φος
Επίθετο
επεξεργασίαδοκησίσοφος, -η, -ο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίακαι δείτε
Μεταφράσεις
επεξεργασία δοκησίσοφος
Πηγές
επεξεργασία- δοκησίσοφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαδοκησίσοφος, -ος, -ον
- δοκησίσοφος, που στη φαντασία του είναι σοφός
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις δόκησις, δοκέω και σοφός
Πηγές
επεξεργασία- δοκησίσοφος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δοκησίσοφος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.