κενόσοφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίακενόσοφος, -η, -ο
- (λόγιο) ο δοκησίσοφος
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη δοκησίσοφος
Μεταφράσεις
επεξεργασία κενόσοφος
|
κενόσοφος, -η, -ο
|