Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κενοσοφία οι κενοσοφίες
      γενική της κενοσοφίας των κενοσοφιών
    αιτιατική την κενοσοφία τις κενοσοφίες
     κλητική κενοσοφία κενοσοφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κενοσοφία < κενο- + σοφία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ke.no.soˈfi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κε‐νο‐σο‐φί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κενοσοφία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία