pédant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- pédant < pédantisme
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pédant | pédants |
θηλυκό | pédante | pédantes |
pédant (fr)
Δείτε επίσης : pedant, Pedant |
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pédant | pédants |
θηλυκό | pédante | pédantes |
pédant (fr)