δοκησίσοφων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαδοκησίσοφων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του δοκησίσοφος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του δοκησίσοφος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του δοκησίσοφος
δοκησίσοφων